Η σχιζοφρένεια είναι μια χρόνια, ετερογενής, πολύπλευρη και
εξουθενωτική διαταραχή που πυροδοτείται από ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων
γενετικών, επιγενετικών αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών παραγόντων που
παρεμβαίνουν συλλογικά στη φυσιολογική ανάπτυξη και ωρίμανση του εγκεφάλου.
Έχει επιπολασμό ~1% παγκοσμίως και αντιπροσωπεύει σοβαρή κοινωνικοοικονομική
επιβάρυνση, κυρίως ως αποτέλεσμα έμμεσων δαπανών, όπως ανεργία και κοινωνική
υποστήριξη, αλλά και λόγω της νοσηλείας κατά τη διάρκεια των κρίσεων. Παρόλες
τις σπάνιες και συνήθως σοβαρές περιπτώσεις σχιζοφρένειας πρώιμης έναρξης, η εν
λόγω νόσος συνήθως διαγιγνώσκεται σε νεαρούς ενήλικες με το “πρώτο επεισόδιο
ψύχωσης”.1
Χαρακτηρίζεται από πλειάδα συμπτωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παραληρητικών
ιδεών, ψευδαισθήσεων, αποδιοργανωμένου λόγου ή συμπεριφοράς και μειωμένης
γνωστικής ικανότητας. H πρώιμη έναρξη της νόσου, παράλληλα με τη χρόνια πορεία
της, την καθιστούν μία διαταραχή που προκαλεί αναπηρία σε πολλούς ασθενείς και
τις οικογένειές τους. Συχνά η αναπηρία προκύπτει τόσο από αρνητικά συμπτώματα
(που χαρακτηρίζονται από απώλεια ή ελλείμματα) όσο και από γνωστικά συμπτώματα,
όπως διαταραχές της προσοχής, της εργασιακής μνήμης ή της εκτελεστικής
λειτουργίας. Επίσης, μπορεί να παρουσιαστεί υποτροπή λόγω θετικών συμπτωμάτων όπως
καχυποψία, παραληρητικές ιδέες και ψευδαισθήσεις. Η εγγενής ετερογένεια της
σχιζοφρένειας έχει οδηγήσει σε έλλειψη συναίνεσης σχετικά με τα διαγνωστικά
κριτήρια, την αιτιολογία και την παθοφυσιολογία της διαταραχής.2
Παρόλα αυτά, το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης είναι αυτό που οδηγεί στη διάγνωση και
καθιστά αναγκαία την ταχεία θεραπεία. Με εξαίρεση μια μειοψηφία ασθενών που
υφίστανται μόνο ένα επεισόδιο, τα άτομα με αληθή σχιζοφρένεια συνεχίζουν να
διατρέχουν κίνδυνο ψυχωσικών κρίσεων σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Επιπροσθέτως, οι υποκλινικές ψυχωσικές εμπειρίες είναι συχνές κατά τη διάρκεια
της πρόδρομης φάσης.1
Οι ανωμαλίες στη νευροδιαβίβαση έχουν θέσει τη βάση για τις θεωρίες της
παθοφυσιολογίας της σχιζοφρένειας. Οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες
επικεντρώνονται είτε στην περίσσεια, είτε στην έλλειψη νευροδιαβιβαστών,
συμπεριλαμβανομένης της ντοπαμίνης, της σεροτονίνης και του γλουταμινικού
οξέος. Άλλες θεωρίες ενοχοποιούν το ασπαρτικό οξύ, τη γλυκίνη και το
γ-αμινοβουτυρικό οξύ (gamma-Aminobutyric acid, GABA) ως μέρος της νευροχημικής
διαταραχής της σχιζοφρένειας.2
Η παθολογική δραστηριότητα στις θέσεις των υποδοχέων ντοπαμίνης (ειδικά των D2)
θεωρείται ότι σχετίζεται με πολλά από τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας. Οι
ντοπαμινεργικές οδοί που έχουν ενοχοποιηθεί είναι τέσσερις: η μελαινοραβδωτή
οδός ξεκινά από τη μέλαινα ουσία και καταλήγει στον κερκοφόρο πυρήνα. Τα χαμηλά
επίπεδα ντοπαμίνης εντός αυτής της οδού θεωρείται ότι επηρεάζουν το
εξωπυραμιδικό σύστημα, οδηγώντας σε κινητικά συμπτώματα. Η μεσοµεταιχµιακή
οδός, που εκτείνεται από την κοιλιακή καλυπτήρια περιοχή προς τις µεταιχµιακές
περιοχές, μπορεί να παίζει ρόλο στα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας αν
υπάρχει περίσσεια ντοπαμίνης. Η μεσοφλοιϊκή οδός εκτείνεται από την κοιλιακή
καλυπτήρια περιοχή προς τον φλοιό. Τα αρνητικά συμπτώματα και τα γνωστικά
ελλείμματα στη σχιζοφρένεια θεωρείται ότι προκαλούνται από τα χαμηλά επίπεδα
ντοπαμίνης στη μεσοφλοιϊκή οδό. Η φυματοχοανική οδός ξεκινά από τον υποθάλαμο
και καταλήγει στην υπόφυση. Η μείωση ή αναστολή της ντοπαμίνης στη
φυματοχοανική οδό οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα προλακτίνης και, κατά συνέπεια, σε
γαλακτόρροια, αμηνόρροια και μειωμένη γενετήσια ορμή.2
Η υπόθεση της σεροτονίνης για την ανάπτυξη σχιζοφρένειας προέκυψε ως αποτέλεσμα
της ανακάλυψης ότι το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος (LSD) ενισχύει τη
δράση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Μεταγενέστερη έρευνα οδήγησε στην ανάπτυξη
φαρμακευτικών ουσιών που αναστέλλουν τους υποδοχείς και της ντοπαμίνης και της
σεροτονίνης, σε αντίθεση με παλαιότερα φάρμακα που επηρέαζαν μόνο τους
υποδοχείς ντοπαμίνης. Έχει διαπιστωθεί ότι οι νεότερες ουσίες είναι
αποτελεσματικές στην ανακούφιση τόσο των θετικών όσο και των αρνητικών
συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας.2Μια άλλη θεωρία για τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας
περιλαμβάνει τη δράση του γλουταμινικού, του κύριου διεγερτικού νευροδιαβιβαστή
στον εγκέφαλο. Αυτή η θεωρία προέκυψε ως απάντηση στο εύρημα ότι η
φαινυλκυκλιδίνη και η κεταμίνη, δύο μη ανταγωνιστικοί ανταγωνιστές του NMDA
(N-Methyl-D-aspartate) /γλουταμινικού, επάγουν συμπτώματα τύπου σχιζοφρένειας.
Εν συνεχεία, αυτό έδειξε ότι οι NMDA υποδοχείς είναι ανενεργοί στη φυσιολογική
ρύθμιση των νευρώνων ντοπαμίνης στη μεσοφλοιϊκή οδό και έδωσε μια πιθανή
εξήγηση του λόγου για τον οποίο οι ασθενείς με σχιζοφρένεια παρουσιάζουν
αρνητικά, συναισθηματικά και γνωστικά συμπτώματα.2
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας, που λειτουργικά αντιστοιχεί με το πρώτο επεισόδιο
ψύχωσης, συνήθως γίνεται σε νεαρούς ενήλικες αλλά μπορεί (αν και σπάνια) να
τεθεί και στην παιδική ηλικία, στην εφηβεία ή αργότερα. Σε γενικές γραμμές
ακολουθεί μία πρόδρομη φάση κινδύνου, στην οποία παρατηρούνται εμφανή υποουδικά
ψυχωσικά επεισόδια και άλλα χαρακτηριστικά συμπτώματα. Μόλις διαγνωστεί η
σχιζοφρένεια, ακολουθεί μια πορεία με διακυμάνσεις που χαρακτηρίζεται από οξεία
έξαρση ψυχωσικών κρίσεων που επικάθονται σε υπόβαθρο ανεπαρκώς ελεγχόμενων
αρνητικών, νευρογνωστικών και κοινωνικογνωστικών συμπτωμάτων. Περίπου 10–15%
των ασθενών αναρρώνουν μετά το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης, ενώ αντίστοιχο ποσοστό
παρουσιάζει πιο σοβαρή και συνεχή μορφή της διαταραχής. Επιπρόσθετα με την
κληρονομικότητα, πολλοί περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου έχουν ενοχοποιηθεί
τόσο κατά τη διάρκεια της περιγεννητικής περιόδου (πρώτο κύμα), όσο και κατά τη
διάρκεια της εφηβείας (δεύτερο κύμα). Γενετικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις
δρουν, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω του λανθασμένου επιγενετικού προγραμματισμού
της νευροανάπτυξης. Καθόλη τη διάρκεια της διαταραχής, δυσμενή περιβαλλοντικά
συμβάντα μπορούν να πυροδοτήσουν κρίσεις.1
Της έναρξης της σχιζοφρένειας προηγείται μία φάση γνωστή ως πρόδρομη περίοδος,
κατά τη διάρκεια της οποίας εμφανίζονται προοδευτικά αρκετά υποκλινικά
χαρακτηριστικά, αν και με διαφορές μεταξύ των ατόμων. Σύμφωνα με την έννοια της
κλινικής σταδιοποίησης, τα πρωιμότερα συμπτώματα μπορεί να είναι μη ειδικά και
περιλαμβάνουν άγχος, καταθλιπτική διάθεση, κοινωνική απόσυρση και εκπαιδευτικές
δυσκολίες, ενώ αυτά τα πρώιμα συμπτώματα ακολουθούνται από την εμφάνιση των
“βασικών συμπτωμάτων” — ήπιες διαταραχές της γνωστικής λειτουργίας, της
αντίληψης, της γλώσσας και του συναισθήματος — καθώς επίσης από μειωμένη ανοχή
στο στρες και μειωμένη δυνατότητα αντιμετώπισής του. Αργότερα, εμφανίζονται πιο
έντονες διαταραχές και αποδιοργανωμένος λόγος, καθώς και υποκλινικά θετικά
συμπτώματα. Αυτά τα “σύντομα, περιορισμένα, διαλείποντα, ψυχωσικά συμπτώματα”
και “εξασθενημένα ψυχωσικά συμπτώματα” είναι λιγότερο σοβαρά από ένα πλήρες
ψυχωσικό επεισόδιο. Κατά τη διάρκεια της πρόδρομης περιόδου, παρατηρούνται όχι
μόνο αρνητικά συμπτώματα αλλά και κοινωνικογνωστικές διαταραχές που συχνά είναι
έντονα/-ες και συνδέονται με πτωχή λειτουργικότητα και μεγάλη πιθανότητα
μετάπτωσης σε σχιζοφρένεια. Τα νευρογνωστικά ελλείμματα είναι επίσης εμφανή.1
Τα άτομα με τη συγκεκριμένη διαταραχή μπορεί να παρουσιάσουν διάφορες
εκδηλώσεις. Σε αντίθεση με τον τρόπο παρουσίασης της νόσου στα μέσα, η
σχιζοφρένεια δεν περιλαμβάνει διχασμό της προσωπικότητας. Αντ’ αυτού, πρόκειται
για μια χρόνια ψυχωσική διαταραχή που διαταράσσει τις σκέψεις και το συναίσθημα
του ασθενή. Η ασθένεια συνήθως παρεμβαίνει στην ικανότητα του ασθενή να
συμμετάσχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις και να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις. Η
κοινωνική απόσυρση, μεταξύ άλλων παθολογικών (σχιζοειδών) συμπεριφορών, συνήθως
προηγείται του πρώτου ψυχωσικού επεισοδίου ενός ατόμου. Ωστόσο, ορισμένα άτομα
ενδέχεται να μην παρουσιάσουν κανένα απολύτως σύμπτωμα. Τα ψυχωσικά επεισόδια
χαρακτηρίζονται από ειδικά για κάθε ασθενή σημεία και συμπτώματα (ψυχωσικά
χαρακτηριστικά) που αντικατοπτρίζουν την “ψευδή πραγματικότητα” που έχει
δημιουργηθεί στο μυαλό του ασθενή.2
Όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας κατηγοριοποιούνται
σε θετικά, αρνητικά ή γνωστικά. Κάθε σύμπτωμα είναι ζωτικής σημασίας καθώς ο
κλινικός ιατρός προσπαθεί να διακρίνει τη σχιζοφρένεια από άλλες ψυχωσικές
διαταραχές, όπως σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, καταθλιπτική διαταραχή με
ψυχωσικά χαρακτηριστικά και διπολική διαταραχή με ψυχωσικά χαρακτηριστικά.2
Τα θετικά συμπτώματα είναι τα πιο εύκολα αναγνωρίσιμα και μπορούν να
ταξινομηθούν απλά ως “ψυχωσικές συμπεριφορές που δεν παρατηρούνται σε υγιείς
ανθρώπους”. Τέτοια συμπτώματα περιλαμβάνουν παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις
και παθολογική κινητική συμπεριφορά διαφόρων βαθμών βαρύτητας.2
Τα αρνητικά συμπτώματα είναι δυσκολότερο να διαγνωστούν αλλά σχετίζονται με
υψηλή νοσηρότητα καθώς διαταράσσουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του
ασθενή. Τα πιο κοινά αρνητικά συμπτώματα είναι μειωμένη συναισθηματική έκφραση
και αβουλησία (μειωμένη έναρξη στοχοθετημένης συμπεριφοράς). Οι ασθενείς μπορεί
επίσης να παρουσιάσουν αλογία και ανηδονία. 2
Τα γνωστικά συμπτώματα είναι η νεότερη ταξινόμηση στη σχιζοφρένεια. Τα εν λόγω
συμπτώματα είναι μη ειδικά και, επομένως, πρέπει να είναι αρκετά σοβαρά για τα
προσέξει κάποιος άλλος. Περιλαμβάνουν αποδιοργανωμένο λόγο, σκέψη ή/και
προσοχή, που εν τέλει επηρεάζουν την ικανότητα του ατόμου να επικοινωνεί.2
Οι στόχοι της θεραπείας της σχιζοφρένειας περιλαμβάνουν τη στόχευση των
συμπτωμάτων, την πρόληψη της υποτροπής και την αύξηση της προσαρμοστικής
λειτουργίας έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να ενσωματωθεί και πάλι στην
κοινότητα. Εφόσον οι ασθενείς σπάνια επανέρχονται στο αρχικό επίπεδο
προσαρμοστικής λειτουργίας, πρέπει να χρησιμοποιούνται τόσο φαρμακευτικές, όσο
και μη φαρμακευτικές θεραπείες για τη βελτιστοποίηση των μακροπρόθεσμων
εκβάσεων. Η φαρμακευτική αγωγή είναι ο στυλοβάτης της αντιμετώπισης της
σχιζοφρένειας, αλλά τα υπολειμματικά συμπτώματα μπορεί να επιμείνουν. Για το
λόγο αυτό, είναι σημαντικές και οι μη φαρμακευτικές θεραπείες, όπως η
ψυχοθεραπεία.2
Βιβλιογραφία:
Millan MJ. Altering the course of schizophrenia: progress and perspectives. Nat
Rev Drug Discov 2016; 15:485-515.
Patel KR. Schizophrenia: Overview and Treatment Options. P T 2014; 39:638-45.
πηγή:pfizer